τεμπέλαρος

τεμπέλαρος
ο, Ν
μεγάλος τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδ-αρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεμπελχανάς — ο, θηλ. τεμπελχανού, Ν (για πρόσ.) τεμπέλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων» κατά το αρσ. σε άς] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελόσκυλο — το, Ν μτφ. (με υβριστική σημ.) μεγάλος τεμπέλης, τεμπέλαρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”